- υπόδειγμα
- [иподигма] οοσ. о. образец, пример,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ὑπόδειγμα — sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… … Dictionary of Greek
υπόδειγμα — το, ατος 1. τύπος, πρότυπο, κανόνας, μοντέλο (για την κατασκευή ομοιόμορφων πραγμάτων): Υπόδειγμα αίτησης. 2. (για πρόσωπα), υποδειγματικός άνθρωπος, τύπος και υπογραμμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόδειγμ' — ὑπόδειγμα , ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθιβόλιο — Υπόδειγμα εικόνας το οποίο χρησιμεύει για την αναδημιουργία της ή την αναπαράστασή της πάνω σε άλλο αντικείμενο (αγγείο, τοίχος κλπ.). Λέγεται και ανθίβολο. Το α. είναι γνωστό από την αρχαιότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως περισσότερο στην αγιογραφία… … Dictionary of Greek
ὑποδειγμάτων — ὑπόδειγμα sign neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγμασι — ὑπόδειγμα sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγμασιν — ὑπόδειγμα sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματα — ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματι — ὑπόδειγμα sign neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματος — ὑπόδειγμα sign neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)